Όλοι οι γονείς αισθανόμαστε πως κάνουμε συνήθως το σωστό για τα παιδιά μας. Πως λειτουργούμε πάντα προς όφελός τους. Και, πράγματι, αυτή είναι η πρόθεσή μας. Πολλές φορές, όμως, τα μηνύματα που θέλει να στείλει καθένας μας στο παιδί του δεν γίνονται αντιληπτά από το ίδιο το παιδί με τον ίδιο τρόπο.
Ας δούμε μια μικρή παραδειγματική ιστορία: Κάποτε, μια μαμά είπε: «Κάνω ό, τι έχουμε πει. Προσεγγίζω το παιδί μου συναισθηματικά. Ρωτώ πώς ήταν η μέρα της στο σχολείο και ενδιαφέρομαι για τις ιστορίες που έχει να μου διηγηθεί κάθε φορά. Όμως, και πάλι, δεν μπορώ να την ικανοποιήσω. Πολλές φορές, δεν μου μιλάει ή μου απαντάει με εκνευρισμό. Σαν να της σπάω τα νεύρα. Τι συμβαίνει; Τι κάνω λάθος;».
Το πρώτο πράγμα που καλούμαστε να κάνουμε όταν δεν καταλαβαίνουμε, είναι αρχικά να προσδιορίσουμε το συναίσθημα που προκύπτει και στη συνέχεια να ρωτήσουμε. Εν προκειμένω, λοιπόν, η μαμά ρώτησε το παιδί:
«Σαν να αισθάνομαι πως κάτι σου δημιουργεί εκνευρισμό. Ισχύει αυτό; Θα ήθελες να συζητήσουμε τι είναι αυτό που σε νευριάζει και τι χρειάζεσαι από μένα;» Προς έκπληξή της, η απάντηση ήταν αφοπλιστική: «Μαμά, ξέρω πως νοιάζεσαι για μένα. Όμως, όταν γυρνώ από το σχολείο, θέλω απλά να ηρεμήσω. Και είμαι αρκετά κουρασμένη για να έχω τη διάθεση να συζητάω. Κι εσύ επιμένεις. Και δεν μου αφήνεις χρόνο και χώρο. Και όταν είμαι ξεκούραστη, ξέρω ότι θέλεις να περνάμε χρόνο μαζί. Για αυτό και μου μιλάς όλη την ώρα. Κι εγώ θέλω να περνώ χρόνο μαζί σου. Όμως όχι με τον τρόπο που θέλεις εσύ. Εγώ δεν θέλω κουβέντα εκείνη την ώρα. Θέλω παιχνίδι. Και όταν σου το λέω, εσύ βαριέσαι ή είσαι κουρασμένη ή εκνευρίζεσαι που δεν καταλαβαίνω την κούρασή σου.»
Τούτη η μαμά, τούτη η καλή μαμά, βρέθηκε να κοιτάει αποσβολωμένη το μικρό της κορίτσι που μέσα του ήταν τόσο μεγάλο! Με πόσο μεγάλη οξυδέρκεια είχε καταφέρει να εκφράσει τις ανάγκες της! Τις διαφοροποιημένες ανάγκες της. Εκείνες που οι γονείς πασχίζουμε να διδάξουμε στα παιδιά μας εξυμνώντας την αυτονομία και τον δυναμισμό, αλλά όταν η διαφοροποίηση πραγματοποιείται, δυσκολευόμαστε να την αναγνωρίσουμε, να τη δεχτούμε ή ακόμη και να την αντέξουμε.
Ακόμη και ο πιο καλός γονιός, ο πιο ευσυνείδητος και εκπαιδευμένος γονέας, έρχεται στο διάβα του αντιμέτωπος με καταστάσεις που δεν καταλαβαίνει. Κάποιες φορές νιώθει πως κάνει τα πάντα, αλλά οι προσπάθειές του πέφτουν στο κενό. Άλλες φορές θυμώνει, εκνευρίζεται, στενοχωριέται. Και αναρωτιέται γιατί δεν πάνε όλα ρολόι. Ποτέ δεν θα πηγαίνουν όλα ρολόι. Γιατί αυτά τα σκαμπανεβάσματα στις σχέσεις μας είναι που μας αναγκάζουν να αναρωτιόμαστε, να ενδιαφερόμαστε, να προβληματιζόμαστε για τις ανάγκες του άλλου -εν προκειμένω των παιδιών μας. Αυτή ακριβώς η διαδικασία διερεύνησης είναι η πιο τρανή απόδειξη πως όλα είναι όπως θα έπρεπε να είναι. Διότι για τα παιδιά, πιο σημαντικό από την ίδια τη λύση σε κάθε πρόβλημα είναι η διάθεση του γονέα να την ψάξει. Να επενδύσει σκέψη και ενδιαφέρον σε αυτό που αισθάνεται το παιδί. Να ρωτήσει. Ακόμη και αν δεν λάβει απάντηση.
Κάθε φορά, λοιπόν, που αισθάνεσαι πως κάτι διαταράσσει τη σχέση με το παιδί σου, ρώτησέ το: Πώς αισθάνεται. Τι έχει ανάγκη. Τι λείπει και τι θα ήθελε να είναι αλλιώς. Δώσε χώρο και χρόνο. Επεξεργάσου την απάντηση. Κι αν δεν απαντήσει, διερωτήσου γιατί. Να λαμβάνεις πάντα υπόψη την πιθανότητα η πρόθεσή σου να έχει ερμηνευθεί διαφορετικά από το παιδί. Να δικαιολογείς τις ερμηνείες του γιατί πάντα συνοδεύονται από κάποιο συναίσθημα και να του δίνεις το έδαφος να τις εκφράζει, ώστε να έχεις κι εσύ μετά έδαφος να εκφράζεις τις προθέσεις σου. Έτσι, θα χτίσεις την πιο σταθερή βάση για να ανθίζει η αγάπη σας.