Από τη στιγμή της σύλληψής μας στη μήτρα κι έπειτα, όλη μας η ζωή διατρέχεται από σχέσεις. Καλές, κακές, ικανοποιητικές, δυσλειτουργικές… Όποιες και να είναι, όπως και να είναι, δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτές. Κάθε ευχαρίστηση αλλά και κάθε μας πρόβλημα δημιουργείται σε σχέση με κάποιον άλλον.
Όταν δύο άνθρωποι γίνονται ζευγάρι, μπαίνουν σε μία σχεσιακή κατάσταση, στην οποία κάθε άτομο ασυνείδητα επαναλαμβάνει τον τρόπο που έχει μάθει να επικοινωνεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Π.χ. ένας άνθρωπος που είναι «φωνακλάς» στην ζωή του μέχρι τώρα, με την ίδια συχνότητα ή ένταση θα χρησιμοποιεί τις φωνές για να επιβληθεί και εντός της σχέσης του. Αντίστοιχα, κάποιος που έχει μάθει να υποχωρεί όταν παρουσιάζονται συγκρούσεις, κατά πάσα πιθανότητα, θα τείνει να υποχωρεί και σε θέματα που προκύπτουν με το έτερόν του ήμισυ.
Ανάλογα με το μοτίβο επικοινωνίας που έχει εγκαθιδρυθεί στο ζευγάρι, τα μέλη μπορεί να αισθάνονται κουρασμένα, να εμπλέκονται σε ένα κυκεώνα συνεχών χωρισμών-επανασυνδέσεων χωρίς αποτέλεσμα, να νιώθουν πως δεν μπορούν να συνεννοηθούν ή να βρίσκονται σε απόγνωση, μεταξύ άλλων. Σε αυτές και σε πολλές ακόμη περιπτώσεις, είναι πιθανό να αναζητήσουν βοήθεια μπαίνοντας σε θεραπεία ζεύγους.
Στο πλαίσιο της θεραπείας ζεύγους, στόχος είναι να εντοπίσουμε στοιχεία για τον τρόπο επικοινωνίας του ζευγαριού, τα συναισθήματα και τις ανάγκες του καθενός και, στη συνέχεια, να τροποιήσουμε τα δυσλειτουργικά μοτίβα και να εγκαταστήσουμε άλλα, πιο λειτουργικά, προς όφελος των δύο συντρόφων.
Μέσα από την από κοινού συμμετοχή σε μία τόσο σημαντική «διαδρομή», όπως αυτή που ακολουθεί η θεραπεία ζεύγους, δίνεται η δυνατότητα στο ζευγάρι να μετουσιώσει τις άναρχα εκφρασμένες ανάγκες σε γόνιμη ενδοσκόπηση. Συγκεκριμένα, εντός του θεραπευτικού χώρου, ο οποίος επισφραγίζει την ύπαρξη ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος που μπορεί να λειτουργήσει ως “container”, το κάθε μέλος καλείται να εκφράσει συναισθήματα και σκέψεις που ίσως να μην είχε μοιραστεί προηγουμένως και, παράλληλα, έχει την ευκαιρία να ακούσει την απάντηση του συντρόφου σε αυτό το μοίρασμα. Μιλούμε, λοιπόν, για in vivo ανατροφοδότηση, η οποία, με τους κατάλληλους χειρισμούς, μπορεί να έχει εξαιρετικά αποτελέσματα στη θεραπευτική διαδικασία.
Στη θεραπεία ζεύγους απαιτείται η παρουσία και των δύο μελών του ζευγαριού σε κάθε συνεδρία. Η διάρκεια είναι μία ώρα και η συχνότητα έγκειται σε μία φορά την εβδομάδα. Εναλλακτικά με το σύνηθες θεραπευτικό σχήμα, ενδέχεται να υπάρχει συνθεραπεία, δηλαδή στο θεραπευτικό πλάνο να εμπλέκονται δύο θεραπευτές ταυτόχρονα σε κάθε συνεδρία (συνήθως ένας άντρας και μία γυναίκα), ώστε να αποφεύγονται τυχόν συμμαχίες (του θεραπευτή με κάποιο μέλος) αλλά και να εκπροσωπούνται και τα δύο φύλα στο ζευγάρι.
Σε κάθε περίπτωση, βασική επιδίωξή μας είναι να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο ασφάλειας, όπου τα μέλη του ζευγαριού θα μπορούν να αυτοαποκαλυφθούν χωρίς να διακυβεύσουν την εσωτερική τους ακεραιότητα. Και μέσα από την αυτοαποκάλυψή τους, να επενδύσουν με νέο νόημα το «μαζί» ή το «χωριστά». Να μπορέσουν, δηλαδή, να αποδεχθούν την αλλαγή που έγκειται είτε στο να διατηρήσουν τη σχέση τους με νέους όρους είτε στο να τη διακόψουν προχωρώντας σε νέα αυτόνομα βήματα.